ταμιευτικός

ταμιευτικός
-ή, -ό / ταμιευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ταμιεύω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αποταμίευση, αποταμιευτικός
2. κατάλληλος ή χρήσιμος για αποταμίευση
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ταμιευτικόν
το να αποταμιεύει κανείς, η αποταμίευση
αρχ.
1. φειδωλός, οικονόμος («ταμιευτικός, κατορύττων τὸ ἀργύριον», Πολυδ.)
2. (στην αρχ. Ρώμη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία ή στην ταμιεία*
3. το ουδ. ως ουσ. οικονομία, φειδώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταμιευτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην αποταμίευση, αποταμιευτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταμιευτικῶν — ταμιευτικός of fem gen pl ταμιευτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευτικόν — ταμιευτικός of masc acc sg ταμιευτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευτικούς — ταμιευτικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευτικῆς — ταμιευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευτικήν — ταμιευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευτικῶς — ταμιευτικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευτικώτεροι — ταμιευτικός of masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”